Ονοματεπώνυμο:
Βάσια Πούλια
Ημερομηνία Γέννησης:
1984
Τόπος Γέννησης:
Ελλάδα
Ιδιότητα:
Διευθύντρια στο τμήμα Visitor Experience and Sales, Ναυτικό Μουσείο Λονδίνου

Art

Μουσεία & Πολυτελείς ενοικιάσεις: Πόσο «προσβάλλουν» την τέχνη;

"Για εμένα, η τέχνη είναι το πιο ανθρώπινο πράγμα που έχουμε, δεν κάνει διακρίσεις, δε ζητάει τίτλους ή κοινωνική θέση. Μιλάει σε όποιον είναι ανοιχτός να τη νιώσει. Γι’ αυτό και κάθε φορά που βλέπω εκδηλώσεις που απομακρύνουν τον απλό άνθρωπο, νιώθω πως κάτι πολύτιμο χάνεται".

29.10.25

}
Χρόνος Ανάγνωσης: 10 λεπτά

Με αφορμή την πρόσφατη διάθεση του μουσειακού χώρου του Βρετανικού Μουσείου για πολυτελές γεύμα και τη σχετική συζήτηση για το πόσο ηθικό είναι κάτι τέτοιο κι αν τελικά προσβάλλει ή όχι την έννοια της τέχνης, το Let’s Talk ρώτησε μία Ελληνίδα εργαζόμενη στο Ναυτικό Μουσείο του Greenwich στο Λονδίνο.

Η Βάσια Πούλια εργάζεται χρόνια στο συγκεκριμένο μουσείο ως Διευθύντρια στο τμήμα Visitor Experience and Sales, έχει σπουδές Ιστορίας κι Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα Museums and Galleries Studies στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου.

Για όσους δε γνωρίζουμε επαρκώς, αυτή διάθεση γίνεται πολλά χρόνια κι αποτελεί μία κοινή μουσειακή πολιτική ή συμβαίνει μόνο στο Βρετανικό Μουσείο;

Η διάθεση πολυτελών γευμάτων ή εκδηλώσεων μέσα σε μουσεία δεν είναι κάτι που συναντάμε μόνο στο Βρετανικό Μουσείο, αφού αποτελεί μια ευρύτερη, διεθνή πρακτική που ακολουθείται εδώ κι αρκετά χρόνια. Τα μουσεία, ειδικά τα μεγάλα δημόσια ιδρύματα, έχουν μετατραπεί σταδιακά σε πολυχώρους πολιτισμού και κοινωνικής συνάντησης. Από τη δική μου εμπειρία, ως διευθύντρια του Ναυτικού Μουσείου στο Λονδίνο, μπορώ να πω πως οι χώροι μας διατίθενται τακτικά για εταιρικές εκδηλώσεις (corporate events), δεξιώσεις ή μεγάλα δημόσια γεγονότα. Μέσα από τη διάθεση αυτών των χώρων, το Μουσείο όχι μόνο ενισχύεται οικονομικά- κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για ένα δημόσιο ίδρυμα- αλλά ταυτόχρονα διευρύνει και την προβολή του προς ένα ευρύτερο κοινό.

Θα έλεγα πως πρόκειται για μια ισορροπία ανάμεσα στο πολιτιστικό μας έργο και την ανάγκη βιωσιμότητας. Φυσικά, το ζητούμενο είναι αυτές οι δραστηριότητες να μη θίγουν την ουσία του μουσείου ως χώρου μάθησης και πολιτισμού, αλλά να λειτουργούν συμπληρωματικά προσφέροντας νέους τρόπους επαφής του κοινού με τον χώρο και την ιστορία που εκπροσωπεί.

Ανάλογες κινήσεις τις βλέπετε ως «κατάχρηση των μουσείων και των εκθεμάτων» ή θεωρείτε πως είναι υπερβολή να μας ενοχλεί αυτή η διάθεση για πολυτελείς εκδηλώσεις σε ορισμένο κοινό;

Δε θα το έβλεπα ως «κατάχρηση» των μουσείων, αρκεί να υπάρχει σεβασμός προς τον χώρο, τα εκθέματα και τον σκοπό του ιδρύματος. Τα μουσεία οφείλουν να παραμένουν πρωτίστως χώροι πολιτισμού, παιδείας και δημόσιου διαλόγου, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δε μπορούν να λειτουργούν κι ως χώροι κοινωνικής συνάντησης ή πολιτιστικής εμπειρίας.

Ως διευθύντρια του Ναυτικού Μουσείου στο Λονδίνο, έχω δει στην πράξη πως τέτοιου είδους εκδηλώσεις- όταν οργανώνονται σωστά και με σεβασμό- μπορούν να ενισχύσουν ουσιαστικά τη σχέση του κοινού με το μουσείο. Συχνά, άνθρωποι που έρχονται για ένα εταιρικό δείπνο ή μια πολιτιστική δεξίωση επιστρέφουν αργότερα ως επισκέπτες, χορηγοί ή συνεργάτες. Δημιουργείται έτσι ένας κύκλος ενδιαφέροντος κι υποστήριξης που είναι πολύτιμος, ειδικά για τα δημόσια μουσεία που βασίζονται σε περιορισμένους πόρους.

Κατανοώ απολύτως ότι η εικόνα της πολυτέλειας μπορεί να προκαλεί αντιδράσεις, όμως πιστεύω πως το ζήτημα δεν είναι η ίδια η εκδήλωση, αλλά το πώς οργανώνεται και τι αντίκτυπο έχει. Όταν η διαδικασία υπηρετεί τον πολιτισμό και όχι το θεαθήναι, τότε δε μιλάμε για κατάχρηση αλλά για έναν σύγχρονο τρόπο ενίσχυσης και προβολής του μουσείου.

Η κυβέρνηση και η πολιτική παίζουν ρόλο σε τέτοιες αποφάσεις ή είναι αποκλειστικά επιλογή του εκάστοτε μουσείου;

Η αλήθεια είναι πως, αν και τα μουσεία λειτουργούν υπό την εποπτεία του κράτους, οι αποφάσεις για τέτοιου είδους δραστηριότητες- όπως η διάθεση χώρων για εκδηλώσεις-λαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό εσωτερικά, από τη διοίκηση του κάθε μουσείου.

Στην περίπτωση του Ναυτικού Μουσείου, όπως και γενικότερα στο πλαίσιο των δημόσιων μουσείων του Ηνωμένου Βασιλείου, υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην κυβερνητική πολιτική και στην καθημερινή λειτουργία του μουσείου. Το Υπουργείο Πολιτισμού μπορεί να θέτει γενικές κατευθύνσεις ή προτεραιότητες, αλλά η διαχείριση των χώρων, των εκθέσεων και των παράλληλων δραστηριοτήτων αποτελεί ευθύνη της διοίκησης και των επιτροπών του μουσείου. Φυσικά, ο δημόσιος χαρακτήρας συνεπάγεται διαφάνεια και λογοδοσία. Κάθε ενέργεια πρέπει να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και να συνάδει με την αποστολή του μουσείου. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει άμεσα στις επιλογές μας κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί επιτρέπει στα μουσεία να διατηρούν την επιστημονική και λειτουργική τους ανεξαρτησία, ενώ ταυτόχρονα να αναζητούν δημιουργικούς τρόπους βιωσιμότητας.

Τελικά η τέχνη μπορεί να γίνει σκηνικό;

Η τέχνη πάντα υπήρξε ένα είδος σκηνικού κι όχι με την επιφανειακή έννοια της διακόσμησης, αλλά ως πλαίσιο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος νοηματοδοτεί τον κόσμο. Σήμερα, όμως, βλέπουμε όλο και περισσότερο την τάση η τέχνη να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά ως σκηνικό. Για παράδειγμα για εκδηλώσεις, φωτογραφίσεις, ή κοινωνικά γεγονότα.

Προσωπικά, πιστεύω πως δεν είναι πρόβλημα η τέχνη να γίνεται σκηνικό, αρκεί να μην υποβαθμίζεται. Αν ο χώρος και τα έργα αντιμετωπίζονται με σεβασμό, τότε μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγή έμπνευσης, αισθητικής και διαλόγου. Άλλωστε, το μουσείο είναι ζωντανός οργανισμός κι αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μόνο για να το παρατηρούμε σιωπηλοί, αλλά για να το βιώνουμε.

Ο κίνδυνος αρχίζει όταν το «σκηνικό» υπερκαλύπτει το περιεχόμενο, όταν η τέχνη παύει να είναι φορέας νοήματος και γίνεται απλώς φόντο για κοινωνική προβολή. Εκεί χρειάζεται ευαισθησία και μέτρο. Η πρόκληση για εμάς, ως ανθρώπους των μουσείων, είναι να κρατήσουμε αυτή την ισορροπία: να επιτρέπουμε την εμπειρία, χωρίς να χάνεται ο σεβασμός και το βάθος που αξίζει η τέχνη.

Σε αυτό το ζήτημα τίθεται και θέμα αισθητικής; Όταν για παράδειγμα βλέπεις να ακουμπούν τα ποτήρια του κρασιού κάτω από ένα άγαλμα;

Ναι, σαφώς τίθεται και θέμα αισθητικής, αλλά όχι μόνο. Δεν είναι απλώς το ζήτημα του ωραίου ή του άκομψου. Είναι και θέμα σεβασμού προς τον χώρο και προς ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει. Όταν βλέπεις, για παράδειγμα, ποτήρια κρασιού ακουμπισμένα κάτω από ένα άγαλμα, δεν ενοχλεί απλώς η εικόνα. Ενοχλεί η αίσθηση ότι έχει χαθεί η επίγνωση του πού βρισκόμαστε και τι περιβάλλει τη στιγμή αυτή την κοινωνική δραστηριότητα.

Ως επαγγελματίες των μουσείων, έχουμε ευθύνη να διαφυλάσσουμε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στην πρόσβαση και στον σεβασμό. Δεν είμαι αντίθετη στις εκδηλώσεις μέσα στα μουσεία, το αντίθετο μάλιστα πιστεύω ότι μπορούν να προσδώσουν ζωντάνια και νέα ενέργεια. Όμως χρειάζεται μέτρο κι ευαισθησία. Ο χώρος του μουσείου δεν είναι ένας ουδέτερος τόπος, κουβαλά μνήμη, ιστορία, αισθητική αξία.

Η τέχνη μάς καλεί να σταθούμε μπροστά της με προσοχή κι επίγνωση. Αν χαθεί αυτό, τότε όντως το μουσείο παύει να είναι τόπος πολιτισμού και μετατρέπεται απλώς σε σκηνικό, κι εκεί πιστεύω ότι αρχίζει το πρόβλημα.

Μήπως αυτός ο «θόρυβος» αποτελεί και μία καλή ευκαιρία για την Ελλάδα, ώστε να διεκδικήσει πίσω τα αγάλματά της; Ειδικότερα από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση και η Ακρόπολη αρνήθηκε τη διάθεση μέχρι και στον σκηνοθέτη Γ. Λάνθιμο, που θα είχε και καλλιτεχνικό πρόσημο ως προβολή;

Πράγματι, όλος αυτός ο «θόρυβος» γύρω από τα πολυτελή δείπνα στο Βρετανικό Μουσείο αναζωπυρώνει- έστω κι έμμεσα- τη συζήτηση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Κάθε φορά που το κοινό βλέπει εικόνες ή ακούει ιστορίες που αγγίζουν τα όρια της υπερβολής ή της ασέβειας προς τα εκθέματα, αναδύεται ξανά το ερώτημα της ηθικής ιδιοκτησίας και του σεβασμού στην πολιτιστική κληρονομιά. Υπό αυτή την έννοια, ναι  μπορεί να λειτουργήσει ως μια ευκαιρία για την Ελλάδα να επαναφέρει το αίτημά της με ανανεωμένο ηθικό και πολιτιστικό σκεπτικό.

Όμως, προσωπικά θεωρώ ότι το ζήτημα δεν είναι να «εκμεταλλευτούμε» τον θόρυβο, αλλά να συνεχίσουμε τον διάλογο με συνέπεια και σεβασμό. Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι αντιμετωπίζει την πολιτιστική της κληρονομιά με ευθύνη κι ευαισθησία. Το γεγονός ότι αρνήθηκε ακόμη και σ’ έναν διεθνώς αναγνωρισμένο καλλιτέχνη, όπως ο Γιώργος Λάνθιμος, να χρησιμοποιήσει τον χώρο της Ακρόπολης, δείχνει ακριβώς αυτή τη στάση σεβασμού.

Με απλά λόγια, είναι σωστό να γίνονται δείπνα πολυτελείας δίπλα σε πολιτιστικά μνημεία;

Όσο για το ερώτημα αν είναι σωστό να γίνονται δείπνα πολυτελείας δίπλα σε πολιτιστικά μνημεία, θα έλεγα πως η απάντηση εξαρτάται από το πώς και γιατί γίνονται. Αν ο σκοπός είναι καθαρά η κοινωνική προβολή ή η εμπορική εκμετάλλευση, τότε χάνεται το νόημα. Αν όμως μια εκδήλωση σχεδιάζεται με σεβασμό, με στόχο την πολιτιστική ανάδειξη, την υποστήριξη ενός μουσείου ή την ενίσχυση του διαλόγου γύρω από την τέχνη, τότε μπορεί να έχει αξία. Το ζήτημα είναι πάντα το μέτρο. Τα πολιτιστικά μνημεία δεν είναι σκηνικά για την πολυτέλεια, αλλά ζωντανά σύμβολα της ιστορίας μας. Και αυτό είναι κάτι που οφείλουμε όλοι να θυμόμαστε, είτε βρισκόμαστε στην Ελλάδα είτε στο Λονδίνο.

Ποιο είναι το μήνυμα όταν ένα μουσείο— ειδικά το Βρετανικό— μετατρέπεται σε σκηνικό για VIP κοινωνικές συναναστροφές;

Όταν ένα μουσείο, και ειδικά το Βρετανικό, μετατρέπεται σε σκηνικό για VIP κοινωνικές συναναστροφές, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι σύνθετο και, δυστυχώς, συχνά αντιφατικό. Από τη μία πλευρά, προβάλλεται η ιδέα του μουσείου ως χώρου κύρους, πολιτιστικού πρεστίζ και ιστορικού μεγαλείου κι από την άλλη, αναδεικνύεται και μια πλευρά αποκλεισμού, σαν ο πολιτισμός να ανήκει σε μια προνομιούχα μειονότητα.

Το μουσείο είναι- ή οφείλει να είναι- δημόσιος χώρος. Αν αρχίζει να λειτουργεί ως τόπος κοινωνικής επίδειξης, τότε κινδυνεύει να απομακρυνθεί από τον βασικό του σκοπό: να εμπνέει, να εκπαιδεύει και να ενώνει ανθρώπους από κάθε υπόβαθρο.

Προσωπικά πιστεύω πως το πραγματικό κύρος ενός μουσείου δεν προέρχεται από το πόσο «εκλεκτές» είναι οι εκδηλώσεις του, αλλά από το πόσο ανοιχτό και προσβάσιμο είναι στο κοινό του. Οι εκθέσεις, οι δράσεις και οι διάλογοι που γεννούν σκέψη και καλλιεργούν τη συνείδηση είναι εκείνα που του δίνουν αξία , όχι οι πολυτελείς δεξιώσεις.

Επομένως, το μήνυμα που θα έπρεπε να στέλνει κάθε μουσείο, ανεξαρτήτως φήμης, είναι ότι ο πολιτισμός δεν είναι σκηνικό. Είναι ζωντανός οργανισμός που μας αφορά όλους, όχι προνόμιο των λίγων.

Εργάζεστε σε μουσεία. Πώς βιώνετε την καθημερινή επαφή με τα έργα;

Η καθημερινή επαφή με τα έργα είναι μια εμπειρία, που δεν παύει ποτέ να με συγκινεί. Όσο κι αν η ρουτίνα της δουλειάς σε απορροφά, υπάρχει πάντα μια στιγμή μέσα στη μέρα που θα σταθώ μπροστά σ’ ένα αντικείμενο ή ένα έργο και θα νιώσω αυτό το αίσθημα δέους, σαν να “αναπνέει” η ιστορία μέσα από αυτά.

Στο Ναυτικό Μουσείο, κάθε έκθεμα κουβαλά μια ανθρώπινη ιστορία: έναν ναύτη, έναν εξερευνητή, έναν ταξιδιώτη, μια στιγμή θάρρους ή απώλειας. Το να περπατάς ανάμεσά τους καθημερινά σε κάνει να αισθάνεσαι φύλακας μιας συλλογικής μνήμης κι αυτό είναι ένα προνόμιο, αλλά και μια ευθύνη.

Τα έργα δεν είναι απλώς αντικείμενα. Είναι γέφυρες ανάμεσα σε εποχές, λαούς και συναισθήματα. Κάθε μέρα που τα βλέπω, μου θυμίζουν γιατί αγαπώ αυτό που κάνω: γιατί μέσα από αυτά, ο άνθρωπος εξακολουθεί να μιλά, να θυμάται και να εμπνέει.

Αλήθεια, τι νιώθει ένας άνθρωπος που αγαπά την τέχνη και δουλεύει καθημερινά σε τέτοιο περιβάλλον όταν βλέπει μια τέτοια εικόνα;

Όταν αγαπάς την τέχνη και ζεις ανάμεσά της κάθε μέρα, μια τέτοια εικόνα σε πονάει. Δεν είναι θυμός, είναι περισσότερο μια λύπη, μια στεναχώρια, γιατί νιώθεις πως κάτι ιερό χάνεται για λίγο μέσα στη φασαρία της επίδειξης. Για εμάς που δουλεύουμε στα μουσεία, τα έργα δεν είναι διακοσμητικά αντικείμενα αλλά κομμάτια ψυχής, φωνές ανθρώπων που έχουν ζήσει, δημιουργήσει, ονειρευτεί.

Όταν λοιπόν βλέπεις ποτήρια να ακουμπούν δίπλα σε αγάλματα ή μια αίθουσα γεμάτη φώτα κι επιτήδευση, αισθάνεσαι σαν να θολώνει το όριο ανάμεσα στον σεβασμό και στην κατανάλωση του πολιτισμού. Δεν απορρίπτω τις εκδηλώσεις, αντιθέτως, πιστεύω πως μπορούν να φέρουν τον κόσμο πιο κοντά στα μουσεία. Αλλά η τέχνη χρειάζεται σιωπή, χρειάζεται χώρο να αναπνεύσει. Και, ίσως, αυτό που νιώθω περισσότερο είναι μια ανάγκη να υπενθυμίσω σ’ εμάς τους ίδιους όχι μόνο στο κοινό, ότι η τέχνη δεν υπάρχει για να τη θαυμάζουμε από μακριά, ούτε για να τη χρησιμοποιούμε ως σκηνικό. Υπάρχει για να μας θυμίζει ποιοι είμαστε. Και όταν τη βλέπεις να χάνεται μέσα σε μια εικόνα επιφανειακής πολυτέλειας, δε μπορείς παρά να θες να τη φέρεις ξανά στο φως, εκεί όπου ανήκει: στην ουσία, όχι στην επίδειξη.

Πιστεύετε πως αυτές οι ενέργειες οδηγούν στην αποξένωση του ευρύ κοινού από την τέχνη, που θεωρητικά θα έπρεπε να ενώνει κι όχι να «προσφέρεται» μόνο στην ελίτ;

Ναι, υπάρχει αυτός ο κίνδυνος ότι η τέχνη, αντί να παραμένει ένας χώρος συνάντησης και κοινού βιώματος, μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο διάκρισης και κοινωνικού αποκλεισμού. Όταν η πρόσβαση στον πολιτισμό ντύνεται με την πολυτέλεια και το κύρος της «ελίτ», τότε, άθελά μας, στέλνουμε το μήνυμα ότι η τέχνη δεν ανήκει σε όλους.

Για μένα, η τέχνη είναι το πιο ανθρώπινο πράγμα που έχουμε, δεν κάνει διακρίσεις, δεν ζητάει τίτλους ή κοινωνική θέση. Μιλάει σε όποιον είναι ανοιχτός να τη νιώσει. Γι’ αυτό και κάθε φορά που βλέπω εκδηλώσεις που απομακρύνουν τον απλό άνθρωπο, νιώθω πως κάτι πολύτιμο χάνεται: η ουσία της επαφής, η απλότητα του θαυμασμού, η συγκίνηση του κοινού μπροστά σ’ ένα έργο.

Ως άνθρωποι των μουσείων, έχουμε ευθύνη να κρατήσουμε ανοιχτές τις πόρτες -κυριολεκτικά και μεταφορικά. Να δημιουργούμε χώρους που εμπνέουν, που αγκαλιάζουν τον καθένα, που προσκαλούν το κοινό να νιώσει ότι του ανήκει αυτός ο πολιτισμός. Γιατί, στο τέλος, η τέχνη δεν υπάρχει για να υψώνει τείχη, αλλά για να τα γκρεμίζει.

Τα μουσεία είναι πλέον και “brands”. Πιστεύετε ότι χάνουν τον εκπαιδευτικό/πολιτιστικό τους ρόλο, ειδικά στα παιδιά;

Πράγματι, τα μουσεία έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε “brands” με λογότυπα, εμπορικές συνεργασίες, καταστήματα, ακόμη και ισχυρή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή η πλευρά, αν και φαίνεται «επιφανειακή», είναι αποτέλεσμα της ανάγκης των μουσείων να παραμείνουν βιώσιμα κι ανταγωνιστικά μέσα σ’ έναν κόσμο που λειτουργεί με όρους προβολής και εικόνας.

Όμως, ο κίνδυνος υπάρχει: να χαθεί ο πυρήνας του ρόλου τους- η εκπαίδευση, η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, η συναισθηματική επαφή με την τέχνη. Ιδιαίτερα για τα παιδιά, που προσεγγίζουν τα μουσεία με φυσική περιέργεια και φαντασία, είναι σημαντικό να κρατήσουμε ζωντανό αυτό το αίσθημα θαυμασμού κι ανακάλυψης, χωρίς να το αντικαθιστούμε με επιφανειακές εμπειρίες.

Πιστεύω ότι τα μουσεία μπορούν να είναι και “brands” και φορείς παιδείας. Το ζητούμενο είναι να μη χαθεί η ισορροπία, να χρησιμοποιούμε τη δύναμη της εικόνας και της επικοινωνίας όχι για να αντικαταστήσουμε το περιεχόμενο, αλλά για να το αναδείξουμε. Ένα παιδί που φεύγει από το μουσείο έχοντας ρωτήσει γιατί ή πώς, έχει ήδη κάνει το πρώτο βήμα της μάθησης κι αυτό παραμένει το πιο ουσιαστικό μας καθήκον.

Υπάρχουν τρόποι να συνδυαστεί ο πολιτισμός με την προβολή και τη βιωσιμότητα χωρίς να προδίδεται το νόημά του; Αν ναι, αναφέρετε μερικές προτάσεις.

Ναι, φυσικά υπάρχουν τρόποι να συνδυαστεί ο πολιτισμός με την προβολή και τη βιωσιμότητα, χωρίς να προδίδεται το νόημά του. Το κλειδί είναι η πρόθεση και ο σεβασμός με τον οποίο σχεδιάζονται οι δράσεις.

Ορισμένες προτάσεις που θεωρώ ουσιαστικές είναι:

-Συνεργασίες με καλλιτέχνες και δημιουργούς, όπου η σύγχρονη τέχνη συνομιλεί με τα εκθέματα. Έτσι το μουσείο γίνεται τόπος διαλόγου και ανανέωσης, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του.

-Εκπαιδευτικά προγράμματα και διαδραστικές εμπειρίες που συνδυάζουν τεχνολογία και συμμετοχή -όχι για εντυπωσιασμό, αλλά για να κάνουν τα εκθέματα πιο προσιτά στα παιδιά και στους νέους.

-Εταιρικές συνεργασίες με ουσιαστικό πολιτιστικό αποτύπωμα, όπου οι χορηγοί δεν επιβάλλουν την εικόνα τους, αλλά στηρίζουν προγράμματα έρευνας, συντήρησης ή πρόσβασης για κοινωνικά ευάλωτες ομάδες.

-Ανοικτά μουσεία με δράσεις στην κοινότητα, υπαίθριες εκθέσεις, ή πολιτιστικά φεστιβάλ που ενώνουν τον χώρο του μουσείου με τον δημόσιο χώρο και τους κατοίκους.

-Διαφάνεια και συμμετοχή του κοινού στις αποφάσεις: όταν οι άνθρωποι νιώθουν πως το μουσείο τους αφορά και τους ακούει, τότε γίνεται πραγματικά ζωντανός οργανισμός και όχι brand.

Ο πολιτισμός μπορεί να είναι βιώσιμος χωρίς να χάνει την ψυχή του. Αρκεί κάθε πρωτοβουλία να ξεκινά από μια απλή ερώτηση: Τι δίνουμε πίσω στην κοινωνία με αυτό που κάνουμε; Αν η απάντηση έχει ουσία, τότε η ισορροπία ανάμεσα σε πολιτισμό και προβολή έχει ήδη βρεθεί.

Αν μπορούσατε να πείτε κάτι στους διοργανωτές εκείνου του δείπνου, τι θα τους λέγατε;

Αν μπορούσα να τους μιλήσω, θα τους έλεγα κάτι πολύ απλό: να θυμούνται ότι αυτά τα έργα και οι χώροι δεν είναι απλώς φόντο για μια όμορφη εικόνα ή ένα εντυπωσιακό event. Κάθε έκθεμα κουβαλά ιστορία, ανθρώπους, πολιτισμό και αξίζει σεβασμό. Θα τους ζητούσα να σκεφτούν τον τρόπο που η πράξη τους φτάνει στο κοινό: αν η εμπειρία που δημιουργούν αναδεικνύει και τιμά τον χώρο ή αν τον υποβαθμίζει σε διακοσμητικό στοιχείο. Δεν είναι κακό να γίνονται εκδηλώσεις, αλλά όπως είπα και πριν η τέχνη χρειάζεται χώρο να αναπνεύσει, χρόνο για να μιλήσει και μια στάση προσοχής από όσους τη φιλοξενούν. Με λίγα λόγια, θα τους έλεγα να φανταστούν τον κόσμο που έρχεται σε αυτό το μουσείο για να δει, να νιώσει, να μάθει κι έπειτα να αναρωτηθούν: ‘’Πώς θα ήθελα εγώ να νιώσω αν ήμουν στη θέση τους;’’ Αυτό το ερώτημα, νομίζω, κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην επίδειξη και την ουσία.

Πάμελα Λύτρα

MORE ARTICLES

Θανάσης Δρίτσας: Ο καρδιολόγος που γνώρισε τη music- medicine στην ελληνική ιατρική

Θανάσης Δρίτσας: Ο καρδιολόγος που γνώρισε τη music- medicine στην ελληνική ιατρική

Έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως προσωπικότητα «γέφυρα» μεταξύ ιατρικής και τέχνης κι έχει τιμηθεί με το διεθνές βραβείο Fontane Di Roma (2013) και ως πρωτοπόρος για την κλινική κι ερευνητική του δραστηριότητα στη χρήση της μουσικής ως θεραπευτικού μέσου (music medicine), αποτελεί διακεκριμένο μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μουσικής και Ιατρικής (International Association of Music and Medicine, IAMM) και το 2019 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το επιστημονικό του έργο του.

MORE INTERVIEWS

Articles

Podcasts

Αυτισμός: Τι είναι, πως τον καταλαβαίνουμε και πως τον αντιμετωπίζουμε

Αυτισμός: Τι είναι, πως τον καταλαβαίνουμε και πως τον αντιμετωπίζουμε

Στην Ελλάδα, η συχνότητα εμφάνισης των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) ανέρχεται σε περίπου 1 στα 100 παιδιά. Κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται 700- 1.000 νέα περιστατικά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εκτιμήσεις ποικίλλουν από 1 στα 150 έως 1 στα 44 παιδιά, ανάλογα με τη χώρα και τις μεθόδους διάγνωσης.

Videos

Ηλίας Καρελλάς, Σκιοπαίκτης και Σκηνοθέτης παιδικών παραστάσεων

Ηλίας Καρελλάς, Σκιοπαίκτης και Σκηνοθέτης παιδικών παραστάσεων

“Δε θεωρώ ότι κάνω μία παράσταση μόνο για παιδιά. Κάνω μία παράσταση που αρχικά αρέσει σ’ εμένα, που σαφώς είναι προσαρμοσμένη για να αντέχει να τη δει ένα παιδί της ηλικίας που απευθύνεται κάθε φορά, αλλά ταυτόχρονα κάνω μία παράσταση απαλλαγμένη από μπεμπέ στοιχεία και που μπορεί να τη δει ο καθένας”.